«Τίποτα» – Συμβάν

Cheapart 6 Φεβρουαρίου – 8 Μαρτίου 2008

Στην προσπάθεια προσέγγισης της έννοιας του «τίποτα» διαπιστώνουμε εξαρχής την δυσκολία του εγχειρήματος: πρόκειται για μια μη έννοια, ένα μη ορισμό ή μια αρνητικότητα πράγμα που καθιστά αδύνατη την προσέγγιση αυτή καθ’ αυτή.

Σαν το κυνήγι ενός φαντάσματος που ενώ το ορίζουμε λεκτικά κάθε προσπάθεια οικειοποίησης του πέραν της λεκτικής καταλήγει σε αποτυχία. Όμως η ίδια η προσπάθεια οικειοποίησης βρίσκεται στην πλευρά μιας διαδικασίας χωρίς τέλος με ορατά αποτελέσματα στην σκέψη. Το τίποτα αν και οντολογικά ανυπόστατο φαίνεται να παράγει αποτελέσματα έμμεσα και μη εμφανή εξαρχής.

Ενώ εμφανίζεται σαν γραμμή ορίζοντα όπου ποτέ δεν προσεγγίζεται, δημιουργεί διαρκώς το χώρο όπου βαδίζει η σκέψη σε μια διαδικασία χωρίς υποκείμενο και τέλος. Κι αυτό γιατί κάθε τέλος είναι στην πραγματικότητα η ενατένιση ενός νέου ορίζοντα.

Αυτό το τελευταίο κατανοείται καλύτερα με την Αλτουσεριανή έννοια της μετατόπισης της ανυπόστατης χάραξης. Η οντολογική ανυπόστατη χάραξη αποτελεί τον ορίζοντα μιας φιλοσοφικής πορείας η οποία στο αποτέλεσμα της μετατοπίζει διαρκώς αυτό τον ορίζοντα έτσι που στο τέλος δεν μένει παρά το γυμνό ίχνος αυτής της διαδικασίας μετατόπισης, το τίποτα, και το μόνο πράγμα που μένει να γίνει είναι το ξεκίνημα μιας νέας διαδικασίας μετατόπισης.

Επίσης αυτή η οντολογική ανυπόστατη έννοια κρύβει και τον αστάθμητο χαρακτήρα της διαδικασίας προσέγγιση της. Το τίποτα υπονοεί ένα άπειρο πλήθος πιθανών προσεγγίσεων, διαδικασιών που συμπλέκονται μεταξύ τους δημιουργώντας νέες προσεγγίσεις πρωτότυπες, τυχαίες, νέους δρόμους που δεν υπήρχαν πριν. Η τυχαιότητα ενσωματώνεται στην διαδικασία με ένα τρόπο που από τη μία πλευρά βρίσκεται η φανερή, υλική πορεία αυτής της διαδικασίας ενώ από την άλλη η κατεύθυνση καθώς και η μορφή που αυτή θα πάρει κάποια δεδομένη στιγμή είναι άγνωστη.

Φαίνεται έτσι σαν το τίποτα να γεννά προσεγγίσεις ή κινήσεις στα πλαίσια ενός φιλοσοφικού παραδόξου: Ενώ πρόκειται για μία μη έννοια, μια απουσία ή μια αδυνατότητα κάθε ορισμού , κάθε δημιουργίας το ίδιο να δημιουργεί φαινομενικά άπειρο αριθμό δυνατοτήτων και πορειών. Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να διευκρινιστούν ορισμένα σημεία, μιλώντας για τις Αλτουσεριανές έννοιες του αστάθμητου και της χάραξης είναι απολύτως αναγκαίο να έχουμε πάντα υπ’ όψη ότι αυτές αποτελούν κατά κύριο λόγο πολιτικές έννοιες, θέσεις δηλαδή, θέσεις μάχης μέσα σε ένα φιλοσοφικό γίγνεσθαι όπου αποτελεί πάλι κατά τον Αλτουσέρ την διαδικασία ενός ταξικού πολέμου μέσα στο πεδίο ή μέτωπο της θεωρίας. Αν νοηθούν έξω από το πλαίσιο αυτό τότε το αποτέλεσμα θα συνιστούσε μια ήττα, την μετατόπιση της χάραξης με αρνητικό πρόσημο. Θα ήταν προτιμότερο η θέση εννοιών όπως το τίποτα να γίνει κατά τέτοιο τρόπο που να διαφαίνονται και οι πολιτικές συνιστώσες: η διαδικασία ήδη από την αρχή καταδεικνύει και τους όρους πορείας της. Όπως ο Αλτουσέρ γράφει για την Σπινοζική σκέψη ή στον Μακιαβέλη πώς ξεκινά με ένα «επειδή» ο πρώτος (Habemus enim ideam veram : επειδή έχουμε μια ιδέα αληθή) χωρίς περιστροφές ή όπως «κυκλώνει το κάστρο» ο δεύτερος.

Ένα παράδειγμα θα ήταν η εικόνα του τίποτα της φιλοσοφίας : ο χώρος της εμφανίζεται σαν ένα αδιατάρακτο πνευματικό σύμπαν ξεκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο όπου η αναζήτηση γίνεται με όρους ενός ατέρμονου διαλόγου προς εύρεση κάποιας αφηρημένης αλήθειας. Ο ίδιος ο Αλτουσέρ έδειξε πως μέσα σ’ αυτό το χώρο μαίνεται ο κοινωνικός πόλεμος, άρρηκτα δεμένος με το σύνολο των κοινωνικών αντιθέσεων και αντιφάσεων που διαπερνούν τις κοινωνίες και πως τα αποτελέσματα του έχουν άμεσες συνέπειες στον ιδεολογικό συσχετισμό δυνάμεων που αναπαράγουν αυτές τις κοινωνικές αντιφάσεις. Θα μπορούσε ίσως να γίνει το ίδιο και στο μέτωπο της τέχνης;

 

Χ. Μουντούρης